Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντρούλης — ο (συνήθως με κτητ. αντων.) ο σύζυγος … Dictionary of Greek
κυρούλης — κυρούλης, ὁ (Μ) [κύρης]. (θωπευτική προσφώνηση σε σύζυγο) αντρούλης … Dictionary of Greek